- εξωραϊστικός, -ή
- -ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωραϊσμό (βλ. λ.), που εξωραΐζει, καλλωπιστικός, διακοσμητικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξωραϊστικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει σε εξωραϊσμό χώρου, κτίσματος, περιοχής («εξωραϊστικά έργα», «εξωραϊστικός σύλλογος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
Nikolaos Dailakis — N. Dailakis. Nikolaos or Lakis Dailakis (Greek: Νικόλαος Νταηλάκης, 1941) was a Greek revolutionary of the Macedonian Struggle. Dailakis was born in the village of Vërnicë, Devoll District, modern southern Albania (Northern Epirus). He… … Wikipedia
σύλλογος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος») 2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα… … Dictionary of Greek